«Χθες βράδυ», είπε, «κοιμήθηκα μια χαρά
αν εξαιρέσεις δυο αλλόκοτα όνειρα
που ήρθαν λίγο πριν αλλάξει ο καιρός
όταν σηκώθηκα κι άνοιξα όλα
τα πατζούρια, για να μπει στα δωμάτια
ο ζεστός πουπουλένιος άνεμος με το υγρό του φτέρωμα.
Στο πρώτο όνειρο οδηγούσα
κατεβαίνοντας τα σκότη, μέσα σε μια μαύρη νεκροφόρα
με πολλούς ανθρώπους, ώσπου τράκαρα
σ' ένα φως κι αμέσως μια γυναίκα
μαινόμενη μας ακολούθησε κι όρμησε καταπάνω μας
να σταματήσει το αυτοκίνητό μας.
Κραυγάζοντας ήρθε στο νησί
Που είχαμε σταματήσει και με μια βλαστήμια
απαίτησε να πληρώσω πρόστιμο
επειδή φέρθηκα σαν αγροίκος επιδρομέας
και κατέστρεψα όλο το αόρατο
εργοστάσιο ηλεκτροφωτισμού του Σύμπαντος.
Άκουσα τότε πίσω μου μια φωνή
να με ειδοποιεί να της κρατήσω το χέρι
και να τη φιλήσω στο στόμα γιατί
μ' αγαπούσε κι αν την αγκάλιαζα με θάρρος
θα γλίτωνα όλη την ποινή.
'Ξέρω, ξέρω' είπα στο φίλο μου.
Παρόλα αυτά περίμενα να μου βάλει πρόστιμο
και πήρα της γυναίκας το λαμπερό ένταλμα
(καθώς εκείνη ξέπλενε τη διαδρομή με δάκρυα),
μετά οδήγησα να 'ρθω σε σένα πάνω στον άνεμο.
Δεν σου λέω για τον εφιάλτη που μου συνέβη στην Κίνα.»
Στίχοι: Sylvia Plath
Απόδοση από τα αγγλικά: Κλεοπάτρα Λυμπέρη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Κι εμένα τα όνειρα δε μου βγαίνουν σε καλό..
Και τώρα τελευταία όλο αλλόκοτα είναι.
Να είσαι καλά.
Όμορφη επιλογή.
Όνειρα είναι, θα περάσουν...
Σε ευχαριστώ για το σχόλιο σου, jacki μου.
Καλημέρα! :)
Δημοσίευση σχολίου